- διαδηματοφόρῳ
- διαδηματοφόροςbearing a diademmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδηματοφορώ — διαδηματοφορῶ ( έω) (Α) φορώ διάδημα … Dictionary of Greek
καυσία — καυσία, ἡ (Α) [καύσος] ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα τού κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek